προταλαιπωρώ

προταλαιπωρώ
-έω, Α [ταλαιπωρῶ]
1. υποφέρω για κάτι
2. υποφέρω εκ τών προτέρων
3. μέσ. προταλαιπωροῡμαι, -έομαι
ταλαιπωρούμαι, κοπιάζω εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προταλαιπωρῶ — πρό ταλαιπωρέω do hard work pres subj act 1st sg (attic epic doric) πρό ταλαιπωρέω do hard work pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”